- οπόεις
- ὀπόεις, -εσσα, -εν (Α)1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.)2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῡςονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ' ἐνέμοντ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κατάλ. -όεις*].
Dictionary of Greek. 2013.