οπόεις

οπόεις
ὀπόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.)
2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῡς
ονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ' ἐνέμοντ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κατάλ. -όεις*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ὀπόεις — fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπόεις — juicy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπόεντα — ὀπόεις juicy neut nom/voc/acc pl ὀπόεις juicy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀποῦντα — Ὀπόεις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀποῦντι — Ὀπόεις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀποῦντος — Ὀπόεις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀποῦς — Ὀπόεις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀπόεντα — Ὀπόεις fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀπόεντας — Ὀπόεις fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπόεντας — ὀπόεις juicy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”